προσεταιρισμός

προσεταιρισμός
ο
πρόσληψη, αποδοχή συνεταίρου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσεταιρισμός — ο, Ν το να παίρνει κανείς κάποιον με το μέρος του, να εξασφαλίζει την εύνοια του. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσεταιρίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αἰών] …   Dictionary of Greek

  • προσαγωγή — η, ΝΜΑ [προσάγω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσάγω, προσκόμιση 2. το να οδηγείται κανείς ενώπιον κάποιου («προσαγωγή στον εισαγγελέα») 3. φρ. «εκ προσαγωγής» με βαθμιαία προσθήκη, βαθμηδόν νεοελλ. 1. ναυτ. ορτσάρισμα 2. φυσιολ. η κίνηση …   Dictionary of Greek

  • προσηλυτισμός — ο, Ν 1. η άμεση ή έμμεση προσπάθεια για διείσδυση στη θρησκευτική συνείδηση ετερόδοξων και μεταστροφής τους σε άλλο δόγμα 2. ο προσεταιρισμός κάποιου σε απόψεις, φρονήματα και ιδέες, η προσπάθεια προσέλκυσης οπαδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσήλυτος +… …   Dictionary of Greek

  • προσοικείωση — η / προσοικείωσις, ώσεως, ΝΑ [προσοικειῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσοικειώνω, εξοικείωση νεοελλ. προσεταιρισμός, προσέλευση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”